- χρυσοχόου
- χρυσόχοοςone who meltsmasc gen sgχρῡσοχόου , χρυσοχόοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χρυσοχόου — Χρυσόχοος one who melts masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πόλης Χρυσοχού (Κύπρου) — Το μουσείο εγκαινιάστηκε τον Νοέμβριο του 1998 ως το τελευταίο από τα έξι συνολικά επαρχιακά αρχαιολογικά μουσεία της Κύπρου (λεωφόρος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’). Περιλαμβάνει ευρήματα από την περιοχή της αρχαίας πόλης του Μαρίου, η οποία τον 3ο… … Dictionary of Greek
Τσελίνι, Μπενβενούτο — (Benvenuto Cellini, Φλωρεντία 1500 – 1571). Ιταλός χρυσοχόος, γλύπτης και συγγραφέας, ένα από τα πιο ζωντανά πνεύματα της φλωρεντινής καλλιτεχνικής ζωής του 16ου αι. Η φήμη του συνδέεται με την αυτοβιογραφία του, με τον μαχητικό του χαρακτήρα, με … Dictionary of Greek
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek
χρυσίων — ονος, ὁ, Α εργαστήριο χρυσοχόου, χρυσοχοείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + επίθημα ίων (πρβλ. ἀμπελ ίων)] … Dictionary of Greek
χρυσείον — και δ. γρφ. χρυσέον, τὸ, Α 1. εργαστήριο χρυσοχόου 2. χρυσωρυχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + κατάλ. εῖον (πρβλ. μαντ εῖον)] … Dictionary of Greek
χρυσευτική — ἡ, Α (ενν. τέχνη) η τέχνη τού χρυσοχόου, χρυσοχοΐα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *χρυσευτικός < χρυσός, πιθ. μέσω ενός ρ. *χρυσεύω (πρβλ. ἀργυρ ευτική)] … Dictionary of Greek
χρυσοχοΐα — Η λέξη αρχικά σήμαινε την κατεργασία του χρυσού για την κατασκευή διαφόρων αντικειμένων. Η έλλειψη όμως και η ακρίβεια του πολύτιμου αυτού μετάλλου ανάγκασαν τους τεχνίτες να επιδοθούν και στην κατεργασία του ασημιού, στις αρχές μάλιστα του 19ου… … Dictionary of Greek
χρυσοχοείο — το / χρυσοχοεῑον, ΝΜΑ [χρυσοχόος] το εργαστήριο τού χρυσοχόου νεοελλ. κατάστημα στο οποίο πωλούνται κοσμήματα και άλλα αντικείμενα από χρυσό ή από άλλα πολύτιμα μέταλλα … Dictionary of Greek
χρυσοχοϊκός — ή, ό / χρυσοχοϊκός, ή, όν, ΝΜΑ [χρυσοχόος] το θηλ. ως ουσ. η χρυσοχοϊκή η χρυσοχοΐα μσν. αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρυσοχόο ή στην τέχνη του (α. «χρυσοχοϊκὴν τέχνην», Δημοσθ. β. «χρυσοχοϊκὸν πῡρ», Αριστοτ.) αρχ. το θηλ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek